- χρησμοσύνη
- ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Αέλλειψη, χρείααρχ.1. επίμονη παράκληση2. υπηρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο -σ-. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησμοσύνη — need fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνηι — χρησμοσύνῃ , χρησμοσύνη need fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνην — χρησμοσύνη need fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνης — χρησμοσύνη need fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνα — χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc/acc dual χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)